ανασυσταίνω

ανασυσταίνω
-ησα, -ήθηκα, -ημένος, συσταίνω ξανά, ξαναϊδρύω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να ανασυστήσει τα ειρηνοδικεία που είχαν καταργηθεί παλαιότερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανασυσταίνω — ανασυνιστώ …   Dictionary of Greek

  • ανασύσταση — η νέα σύσταση, ανασυγκρότηση, επανίδρυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασυσταίνω. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”